- Οὖτιν
- Οὖτιςno onemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οὔτιν' — οὔτινα , οὔτις no one masc/fem acc sg οὔτινα , οὔτις no one neut nom/voc/acc pl οὔτινι , οὔτις no one dat sg οὔτινε , οὔτις no one nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύματος — άτη, ον, Α 1. έσχατος, τελευταίος (α. «πυμάτας ὤτρυνε φάλαγγας», Ομ. Ιλ. β. «οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι», Ομ. Οδ.) 2. ο τελείως εξωτερικός, εξώτατος 3. αυτός που βρίσκεται στην κορυφή ή στην άκρη («ῥινὸς ὕπερ πυμάτης» πάνω από τη ρίζα τής μύτης, Ομ … Dictionary of Greek